Γέρνουν τα ματόφυλλα όταν φεύγει το φως
βουβαίνονται και τα σκιερά του πρωινού σημεία,
ήρθε η ώρα να πιάσω το τετράδιο των υπολοίπων
να λογαριάσω τις ευλογίες των ημερών.
Κάτω απ’ τον ίσκιο των ημερών σου
έμαθα να ακούω τους ανέμους
όταν μιλούν με τα κλαδιά της νύχτας,
πόθησα τη δίψα της φωνής σου
όταν καίγονταν η άτυχη σοδειά μου,
|
μίλησα με αμυδρούς φθόγγους
(αυτών των φύλλων μικρού περιβολιού),
ρίγησα από δροσιά και πάχνη
σαν να ‘μουν μαρτιάτικο πρωί.
Στ’ άπειρο πια της νύχτας ξενυχτώ
ύστερα από τόσους βοριάδες.
|